συσσίτῳ

συσσίτῳ
συσσί̱τῳ , σύσσιτος
messmate
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συσσιτώ — συσσιτῶ, έω, ΝΑ [σύσσιτος] τρώγω μαζί με άλλους, συντρώγω (α. «οὔτε γὰρ συσσιτήσας τούτῳ οὐδεὶς φανήσεται οὐδὲ σύσκηνος γενόμενος», Αριστοφ. β. «συσσιτοῡμεν... ἐγώ τε καὶ Μελησίας», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • συσσίτησις — ήσεως, ἡ, Α [συσσιτῶ] συσσιτία* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”